- ἀδικοκρισία
- ἀδῐκο-κρισία, ἡ,A unjust judgement, Heph.Astr.3.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδικοκρισία — η (Α ἀδικοκρισία) (Ν και σιά) 1. άδικη κρίση 2. άδικη δικαστική απόφαση νεοελλ. βάσανο που υφίσταται κανείς άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + κρίσις) … Dictionary of Greek
αδικοκρισία — η άδικη κρίση, άδικη απόφαση δικαστή: Οι αδικοκρισίες είναι το κύριο γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικοκρισίας — ἀδικοκρισίᾱς , ἀδικοκρισία unjust judgement fem acc pl ἀδικοκρισίᾱς , ἀδικοκρισία unjust judgement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)